- παντογράφος
- ο пантограф (аппарат)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παντογράφος — Όργανο κατάλληλο για τη γραφική αναπαραγωγή ενός σχεδίου σε διαστάσεις διαφορετικές από το πρωτότυπο. Η λειτουργία του π. βασίζεται στην ιδιότητα των όμοιων σχημάτων, τα οποία μηχανικά αναπαράγονται από ένα αρθρωτό παραλληλόγραμμο. Ο απλούστερος… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ομοιογράφος — ο (Α ὁμοιογράφος) νεοελλ. όργανο που χρησιμεύει για τη μηχανική αντιγραφή εικόνας ή σχεδίου, αλλ. παντογράφος αρχ. ζωγράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + γράφος*. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek